- δίαρμα
- δίαρμαpassage by seaneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίαρμα — το (Α δίαρμα) νεοελλ. η απόσταση που ένα πλοίο διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια αρχ. 1. θαλάσσιο ταξίδι 2. πέρασμα από πορθμό 3. (για λόγο) έμφαση, ύψος 4. έξαρση ψυχική … Dictionary of Greek
διάρματα — δίαρμα passage by sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρματι — δίαρμα passage by sea neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρματος — δίαρμα passage by sea neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που … Dictionary of Greek
ψηλώνω — Ν [ψηλός] 1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, τό καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο») 2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί») 3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο … Dictionary of Greek